Морить στα ελληνικά

Μετάφραση: морить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καυσαέριο, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
Морить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болтовня στα ελληνικά - κουραφέξαλα, τρίζω, κροτώ, φλυαρώ, κουτσομπόλης, πάταγος, ψιττακίζω, ...
  • впрягать στα ελληνικά - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
  • глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
  • добродушный στα ελληνικά - φιλικός, ζεστός, προσηνής, απαλός, καλόκαρδος, πρόσχαρος, ευγενικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Морить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καυσαέριο, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει