Мурашка στα ελληνικά
Μετάφραση: мурашка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυρμήγκι, Murashka
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бородатый στα ελληνικά - μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα
- визитка στα ελληνικά - πρίγκιπας, ζακέτα, αποκομμένη, σε τομή, κομμένη, αποκομμένο
- въедчивый στα ελληνικά - vedchivy
- деполяризовать στα ελληνικά - αποπολώσει, εκπολώνουν, αποπολώνει, αποπολωθούν, αποπόλωση
Τυχαίες λέξεις
Мурашка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυρμήγκι, Murashka
Μεταφράσεις: μυρμήγκι, Murashka