Мыкать στα ελληνικά
Μετάφραση: мыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κελαρύζω, κυματισμός, κυμάτισμα, Myka
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автотрасса στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμου, αυτοκινητόδρομου
- аппалачи στα ελληνικά - Appalachians
- бесклассовый στα ελληνικά - αταξικός, αταξική, αταξικής, υπερταξικός, αταξικό
- выломать στα ελληνικά - αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, διάλειμμα, να, για να, σε, ...
Τυχαίες λέξεις
Мыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κελαρύζω, κυματισμός, κυμάτισμα, Myka
Μεταφράσεις: κελαρύζω, κυματισμός, κυμάτισμα, Myka