Наблюдательность στα ελληνικά
Μετάφραση: наблюдательность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, εξουσία, κύρος, παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благой στα ελληνικά - καλός, αγαθός, καλή, καλό, καλής, καλές
- бычок στα ελληνικά - καθοδηγώ, Goby, Μαυρογωβιός, γοβιούς, τους γοβιούς, είναι γοβιούς
- великобритания στα ελληνικά - Βρετανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένου Βασιλείου, united kingdom, του Ηνωμένου Βασιλείου
- житель στα ελληνικά - κάτοικος, άνθρωποι, άνθρωπος, κολίγας, κόσμος, πληθυσμός, κάτοχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Наблюдательность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, εξουσία, κύρος, παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
Μεταφράσεις: δύναμη, εξουσία, κύρος, παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση