Нагреть στα ελληνικά
Μετάφραση: нагреть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, ζεστός, ζεσταθεί, να ζεσταθεί, θερμανθούν, τη θέρμανση
Μεταφράσεις
- брейк στα ελληνικά - διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, ...
- взрослый στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, συνεχής, αδιάκοπος, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, ...
- до στα ελληνικά - μέχρι, πούπουλο, κάτω, μόδα, διαμορφώνω, ταμείο, σχηματίζω, ...
- дряблость στα ελληνικά - πλαδαρότητα, πλαδαρότης, χαυνότης, απαλότης, χαυνότητα
Τυχαίες λέξεις
Нагреть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, ζεστός, ζεσταθεί, να ζεσταθεί, θερμανθούν, τη θέρμανση
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, ζεστός, ζεσταθεί, να ζεσταθεί, θερμανθούν, τη θέρμανση