Наделять στα ελληνικά
Μετάφραση: наделять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προικίζω, φανέλα, μεταβιβάζω, διανέμω, φανελάκι, πληροφορώ, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиаотряд στα ελληνικά - ίλη ιππικού, επιλαρχία, μοίρα, μοίρας, Squadron
- бонанца στα ελληνικά - εύρημα, Bonanza, φλέβα, χρυσωρυχείο, φλέβας
- дисгармонировать στα ελληνικά - βρίσκομαι, προσκρούω, διανύω, αντιπαράθεση, είμαι, κλαγγή, βαζάκι, ...
- дорический στα ελληνικά - δωρικός, δωρική, δωρικό, δωρικού, δωρικούς
Τυχαίες λέξεις
Наделять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προικίζω, φανέλα, μεταβιβάζω, διανέμω, φανελάκι, πληροφορώ, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
Μεταφράσεις: προικίζω, φανέλα, μεταβιβάζω, διανέμω, φανελάκι, πληροφορώ, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση