Надорваться στα ελληνικά
Μετάφραση: надорваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, ξεσπώ, σχίζω, σκίζω, ξέσπασμα, υπερεντείνω
Μεταφράσεις
- антитетический στα ελληνικά - αντιθετικός, αντιθετικών, αντιθετικές, αντιθετικά, αντιθετικό
- безногий στα ελληνικά - footless, χωρίς πόδι, χωρίς πέλμα
- дивизия στα ελληνικά - μεραρχία, διαίρεση, διχασμός, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- драгер στα ελληνικά - βυθοκόρος, βυθοκόρου, βυθοκόρο, αυτόνομη βυθοκόρος, Κουκκιστήρι
Τυχαίες λέξεις
Надорваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, ξεσπώ, σχίζω, σκίζω, ξέσπασμα, υπερεντείνω
Μεταφράσεις: δάκρυ, ξεσπώ, σχίζω, σκίζω, ξέσπασμα, υπερεντείνω