Надрывать στα ελληνικά
Μετάφραση: надрывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαλιδίζω, συνδετήρας, κουρεύω, πόρπη, υπερεντείνω
Μεταφράσεις
- башибузук στα ελληνικά - bashi
- горючий στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, καύσιμος, εύφλεκτος, καύσιμο, εύφλεκτα, εύφλεκτο, ...
- директор στα ελληνικά - πρόεδρος, ράμφος, ηγετικός, μετρ, κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, ...
- желвак στα ελληνικά - όγκος, μικρός κόμβος, οζίδιο, οζιδίου, όζος, οζιδίων
Τυχαίες λέξεις
Надрывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, συνδετήρας, κουρεύω, πόρπη, υπερεντείνω
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, συνδετήρας, κουρεύω, πόρπη, υπερεντείνω