Накладка στα ελληνικά

Μετάφραση: накладка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτης, αλλαγή, αγκύλη, ιμάντας, αλλάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Накладка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • враждебность στα ελληνικά - ανταγωνισμός, ανιμισμός, καταφορά, εμπάθεια, εχθρότητα, κακεντρέχεια, εχθρότητας, ...
  • высокосортный στα ελληνικά - υψηλού βαθμού, υψηλής ποιότητας, αρίστης ποιότητας, υψηλής ποιότη
  • дискриминировать στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
  • дряблость στα ελληνικά - πλαδαρότητα, πλαδαρότης, χαυνότης, απαλότης, χαυνότητα
Τυχαίες λέξεις
Накладка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτης, αλλαγή, αγκύλη, ιμάντας, αλλάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου