Наклонение στα ελληνικά
Μετάφραση: наклонение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελία, παραγγέλλω, έγκλιση, προσταγή, κέφι, εντολή, σύστημα, τάση, διάθεση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вследствие στα ελληνικά - σε, από, από την, από το, από τις, από τη
- выпученный στα ελληνικά - διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
- выравнивание στα ελληνικά - τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ...
- декартовский στα ελληνικά - καρτεσιανό, καρτεσιανή, καρτεσιανές, Καρτεσιανού, Καρτεσιανών
Τυχαίες λέξεις
Наклонение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελία, παραγγέλλω, έγκλιση, προσταγή, κέφι, εντολή, σύστημα, τάση, διάθεση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Μεταφράσεις: παραγγελία, παραγγέλλω, έγκλιση, προσταγή, κέφι, εντολή, σύστημα, τάση, διάθεση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση