Накопитель στα ελληνικά
Μετάφραση: накопитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχείο, οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аудит στα ελληνικά - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
- бушприт στα ελληνικά - πρόβολος πλοίου, προβόλου, πρόβολο, του προβόλου, τον πρόβολο
- двухосновный στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
- доступный στα ελληνικά - προσηνής, διαθέσιμος, ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Накопитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχείο, οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Μεταφράσεις: στοιχείο, οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα