Налагать στα ελληνικά

Μετάφραση: налагать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόζω, κοσμικός, χορηγώ, στρώνω, κροτώ, απονέμω, διοικώ, επιβάλλω, χειροκροτώ, ξαπλώνω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Налагать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вонючка στα ελληνικά - κουνάβι, παλιάνθρωπος, Skunk, μεφιτίδων, μεφίτιδα, Το Skunk
  • впитать στα ελληνικά - απορροφώ, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • вспыхивать στα ελληνικά - ερεθίζω, σπιθοβολώ, φλας, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης
  • выдюжить στα ελληνικά - υπομένω, αντέχω, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
Τυχαίες λέξεις
Налагать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, κοσμικός, χορηγώ, στρώνω, κροτώ, απονέμω, διοικώ, επιβάλλω, χειροκροτώ, ξαπλώνω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει