Налить στα ελληνικά

Μετάφραση: налить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, γεμίζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Налить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бескровный στα ελληνικά - ξανθός, χλωμός, αναιμικίς, αναίμακτος, αναίμακτη, αναίμακτο, αναίμακτες
  • бойскаут στα ελληνικά - πρόσκοπος, ανιχνεύω, ανιχνευτής, κατοπτεύω, προσκόπων, scout
  • вселять στα ελληνικά - εμπνέω, εγκαθιστώ, κινώ, εγκαθιδρύω, σαλεύω, ενσταλάζω, τοποθετώ, ...
  • геофизика στα ελληνικά - γεωφυσική, Γεωφυσικής, τη γεωφυσική, η γεωφυσική, στη γεωφυσική
Τυχαίες λέξεις
Налить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, γεμίζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε