Наличность στα ελληνικά
Μετάφραση: наличность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήματα, παρακρατώ, απόθεμα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвесить στα ελληνικά - αναβάλλω, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
- взлом στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
- джимми στα ελληνικά - Jimmy, Ο Jimmy, Τζίμι, τον Jimmy, του Jimmy
- дилижанс στα ελληνικά - άμαξα, πούλμαν, επιμέλεια, προπονώ, φιλοτεχνία, προπονητής, ταχυδρομική άμαξα, ...
Τυχαίες λέξεις
Наличность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήματα, παρακρατώ, απόθεμα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: χρήματα, παρακρατώ, απόθεμα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών