Наносить στα ελληνικά

Μετάφραση: наносить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτεύω, εκφωνώ, πληρώνω, μεταφέρω, φυτό, προξενώ, κουβαλώ, φέρνω, πληρωμή, μοιράζω, πινελιά, σκοπός, συνωμοτώ, πλοκή, παραδίδω, αγορά, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Наносить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аббревиация στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
  • алжирский στα ελληνικά - αλγερινός, Αλγερίας, της Αλγερίας, αλγερινή, αλγερινές
  • ввергать στα ελληνικά - ρίχνω, πέταγμα, πέφτω, καταδύομαι, πετώ, βουτώ, βουτιά, ...
  • воинственность στα ελληνικά - μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της
Τυχαίες λέξεις
Наносить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτεύω, εκφωνώ, πληρώνω, μεταφέρω, φυτό, προξενώ, κουβαλώ, φέρνω, πληρωμή, μοιράζω, πινελιά, σκοπός, συνωμοτώ, πλοκή, παραδίδω, αγορά, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση