Напороть στα ελληνικά
Μετάφραση: напороть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, σκίζω, σχίζω, ερχόταν σε αντίθεση με, ερχόταν σε αντίθεση, τρέχει έναντι, τρέχει εις βάρος, συναντήσουμε αντιστάσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- версификатор στα ελληνικά - στιχουργός
- взвешенный στα ελληνικά - σταθμισμένο, σταθμισμένη, σταθμισμένος, σταθμισμένων, σταθμισμένης
- выгонять στα ελληνικά - εξορία, σειρά, αποβάλλω, απελαύνω, στρίβω, εξορίζω, φυγάς, ...
- завидный στα ελληνικά - ζηλόφθονος, ζηλιάρης, ζηλευτός, αξιοζήλευτη, αξιοζήλευτο, ζηλευτή, ζηλευτό
Τυχαίες λέξεις
Напороть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, σκίζω, σχίζω, ερχόταν σε αντίθεση με, ερχόταν σε αντίθεση, τρέχει έναντι, τρέχει εις βάρος, συναντήσουμε αντιστάσεις
Μεταφράσεις: δάκρυ, σκίζω, σχίζω, ερχόταν σε αντίθεση με, ερχόταν σε αντίθεση, τρέχει έναντι, τρέχει εις βάρος, συναντήσουμε αντιστάσεις