Наращивание στα ελληνικά

Μετάφραση: наращивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνω, άρθρωση, κοψίδι, κοινός, γόμφος, αύξηση, συσσώρευση, τη συσσώρευση, η συσσώρευση, η οικοδόμηση
Наращивание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вальс-бостон στα ελληνικά - Βοστόνη, Βοστώνη, Boston, Βοστώνης, της Βοστώνης
  • внизу στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω
  • встревожить στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
  • гардемарин στα ελληνικά - νεαρός, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, midshipman, σκοπός έστειλε, έβαλε τον σκοπό
Τυχαίες λέξεις
Наращивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνω, άρθρωση, κοψίδι, κοινός, γόμφος, αύξηση, συσσώρευση, τη συσσώρευση, η συσσώρευση, η οικοδόμηση