Наружный στα ελληνικά
Μετάφραση: наружный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωτερικός, ξένος, έξω, εξωτερική, εξωτερικό, εξωτερικού, εξωτερικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волокитчик στα ελληνικά - volokitchik
- джоббер στα ελληνικά - χρηματιστής, μεροκαματιάρης, jobber, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης
- долгожитель στα ελληνικά - μακράς, μεγάλης, μεγάλων, μεγάλες, μεγάλη
- донашиваться στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φοράει, φορά, φθείρεται, φθείρει, εξασθενεί
Τυχαίες λέξεις
Наружный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωτερικός, ξένος, έξω, εξωτερική, εξωτερικό, εξωτερικού, εξωτερικής
Μεταφράσεις: εξωτερικός, ξένος, έξω, εξωτερική, εξωτερικό, εξωτερικού, εξωτερικής