Наслаивать στα ελληνικά
Μετάφραση: наслаивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, στρώμα, πήζω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, δένω, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, στρώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брести στα ελληνικά - υστέρηση, σέρνω, μοχθώ, plod, βαδίζω επιμονώς, δουλεύω αργά
- вермишель στα ελληνικά - φιδές, τρούφα, vermicelli, φιδέ, τρούφας
- возгонять στα ελληνικά - μεγαλείο, Υπερφυσικός, πανέμορφη, πανέμορφο, sublime
- женственный στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
Τυχαίες λέξεις
Наслаивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, στρώμα, πήζω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, δένω, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, στρώματος
Μεταφράσεις: πυκνώνω, στρώμα, πήζω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, δένω, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, στρώματος