Πειθαρχικός στα αγγλικά

Μετάφραση: πειθαρχικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disciplinary, obedient, disciplining, a disciplinary, disciplinary board convened
Πειθαρχικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πειθαρχικός

obedient
  • υπάκουος
  • πειθαρχικός
  • ευπειθής
  • υπήκοος
disciplinary
  • πειθαρχικός

Σχετικές λέξεις: πειθαρχικός

πειθαρχικός κώδικας εκπαιδευτικών, πειθαρχικός κανονισμός επο, πειθαρχικός έλεγχος, πειθαρχικός έλεγχος δικαστών, πειθαρχικός κώδικας, πειθαρχικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, πειθαρχικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πειθαναγκάζω στα αγγλικά - coerce, coerced, being coerced
  • πειθαρχία στα αγγλικά - discipline
  • πειθαρχώ στα αγγλικά - discipline, obey
  • πειθώ στα αγγλικά - persuasion, conviction, convincingly, persuasive, convince
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: disciplinary, obedient, disciplining, a disciplinary, disciplinary board convened