Настойка στα ελληνικά

Μετάφραση: настойка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα
Настойка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • быстрорежущий στα ελληνικά - υψηλής ταχύτητας, μεγάλης ταχύτητας, υψηλών ταχυτήτων, γρήγορη, μεγάλη ταχύτητα
  • вперёд στα ελληνικά - σε, εμπρός, μπρος, μπροστινός, προς τα εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, ...
  • где-нибудь στα ελληνικά - κάπου, κάποιο, σε κάποιο
  • гримасничать στα ελληνικά - κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μορφάζω, μούρη, κάνω, κούπα, ...
Τυχαίες λέξεις
Настойка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα