Настойка στα ελληνικά
Μετάφραση: настойка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα
![Настойка στα ελληνικά Настойка στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-19050.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- быстрорежущий στα ελληνικά - υψηλής ταχύτητας, μεγάλης ταχύτητας, υψηλών ταχυτήτων, γρήγορη, μεγάλη ταχύτητα
- вперёд στα ελληνικά - σε, εμπρός, μπρος, μπροστινός, προς τα εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, ...
- где-нибудь στα ελληνικά - κάπου, κάποιο, σε κάποιο
- гримасничать στα ελληνικά - κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μορφάζω, μούρη, κάνω, κούπα, ...
Τυχαίες λέξεις
Настойка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα
Μεταφράσεις: βάμμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα