Настойчивый στα ελληνικά
Μετάφραση: настойчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμονας, επίμονος, επείγων, σταθερός, δύσκολος, εταιρία, σκληρός, εμφατικός, διαπεραστικός, διαρκής, άμεσος, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, φορτικός, εδραίος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиачасть στα ελληνικά - μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
- ведренный στα ελληνικά - πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, Vedren
- веление στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- доброхот στα ελληνικά - Dobrokhotov
Τυχαίες λέξεις
Настойчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμονας, επίμονος, επείγων, σταθερός, δύσκολος, εταιρία, σκληρός, εμφατικός, διαπεραστικός, διαρκής, άμεσος, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, φορτικός, εδραίος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμονας, επίμονος, επείγων, σταθερός, δύσκολος, εταιρία, σκληρός, εμφατικός, διαπεραστικός, διαρκής, άμεσος, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, φορτικός, εδραίος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο