Научить στα ελληνικά
Μετάφραση: научить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, διδάσκω, μορφώνω, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Μεταφράσεις
- влачить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, επισύρω, έλκω, ζωγραφίζω, σέρνω, έλξη, ...
- воет στα ελληνικά - κραυγές, ουρλιάζει, ουρλιαχτά, howls, γρυλίσματα
- диализ στα ελληνικά - διάλυση, αιμοκάθαρση, αιμοκάθαρσης, διαπίδυση, διαπίδυσης
- завиться στα ελληνικά - κατσαρώνω, μπούκλα, κύλισης, Μετακινηθείτε, Scroll, κύλισης για, κύλιση
Τυχαίες λέξεις
Научить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, διδάσκω, μορφώνω, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, διδάσκω, μορφώνω, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει