Начальственный στα ελληνικά
Μετάφραση: начальственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβλητικός, έγκυρος, καταθλιπτικός, αγέρωχη, δεσποτικός, δεσποτικό, αυταρχική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бечевка στα ελληνικά - κουλούρα, πηνίο, χορδή, σκοινί, τυλίσσομαι, συστρέφω, συστρέφομαι, ...
- весталка στα ελληνικά - παρθενικός, παρθένος, Vestal, εστιάδα, ιέρειες και
- головокружительный στα ελληνικά - ζαλισμένος, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, ζαλισμένοι
- диверсификация στα ελληνικά - διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση, της διαφοροποίησης, η διαφοροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Начальственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβλητικός, έγκυρος, καταθλιπτικός, αγέρωχη, δεσποτικός, δεσποτικό, αυταρχική
Μεταφράσεις: επιβλητικός, έγκυρος, καταθλιπτικός, αγέρωχη, δεσποτικός, δεσποτικό, αυταρχική