Начислять στα ελληνικά

Μετάφραση: начислять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, κόμης, ποσό, ποσόν, φροντίδα, ανέρχομαι, κατηγορία, προσθέτω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Начислять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альпы στα ελληνικά - Άλπεις, Άλπεων, Alps, Άλπες, Αλπεις
  • выйти στα ελληνικά - βγαίνω, πάω έξω, βγαίνουν, βγείτε, βγούμε έξω
  • деканство στα ελληνικά - πρυτανεία, Κοσμητεία, deanery, Πρυτανείας, Κοσμητείας
  • ездка στα ελληνικά - τρέχω, πεδικλώνω, ανεβαίνω, ταξιδάκι, φτάνω, όρος, βουνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Начислять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, κόμης, ποσό, ποσόν, φροντίδα, ανέρχομαι, κατηγορία, προσθέτω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει