Неиспользуемый στα ελληνικά
Μετάφραση: неиспользуемый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδρανής, τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αχρησιμοποίητος, αχρησιμοποίητο, αχρησιμοποίητα, αχρησιμοποίητες, αχρησιμοποίητων
Μεταφράσεις
- аспиратор στα ελληνικά - αναρροφητήρα, αναρροφητήρας, αναρροφητού, αναρροφητήρος, αναρροφητή
- ваксить στα ελληνικά - λουστράρω, μαύρος, γυαλίζω, στιλβώνω, λούστρο, βερνίκι, vaksit
- дебет στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
- доносчик στα ελληνικά - καταδότης, αρουραίος, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
Τυχαίες λέξεις
Неиспользуемый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδρανής, τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αχρησιμοποίητος, αχρησιμοποίητο, αχρησιμοποίητα, αχρησιμοποίητες, αχρησιμοποίητων
Μεταφράσεις: αδρανής, τεμπέλης, άνεργος, αργόσχολος, αχρησιμοποίητος, αχρησιμοποίητο, αχρησιμοποίητα, αχρησιμοποίητες, αχρησιμοποίητων