Неокончательный στα ελληνικά
Μετάφραση: неокончательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειλός, διστακτικός, ασαφή, ασαφές, αμφίβολα, ασαφής, μη καταληκτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арго στα ελληνικά - υποκρισία, αργκό, παρεφθαρμένη γλώσσα, αλλά απείθαρχη δημώδη
- белокурый στα ελληνικά - δίκαιος, ξανθός, πανηγύρι, ξανθή, ξανθιά, ξανθά, ξανθό
- выдвижной στα ελληνικά - προοδευτικός, αποχώρηση, αποχώρησης, πτυσσόμενο, pullout, αφαιρέσεως με έλξη
- готика στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
Τυχαίες λέξεις
Неокончательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειλός, διστακτικός, ασαφή, ασαφές, αμφίβολα, ασαφής, μη καταληκτικά
Μεταφράσεις: δειλός, διστακτικός, ασαφή, ασαφές, αμφίβολα, ασαφής, μη καταληκτικά