Неотчетливый στα ελληνικά
Μετάφραση: неотчетливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυδρός, θαμπός, θολωμένος, τυφλός, ασαφής, ακαθόριστος, θαμπώνω, θολός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззаконие στα ελληνικά - ανομία, ανομίας, την ανομία, παρανομίας, παρανομία
- бесчинство στα ελληνικά - προσβολή, προπηλακίζω, οργή, roistering
- билетёр στα ελληνικά - ακόλουθος, biletёr
- ветеринарный στα ελληνικά - κτηνιατρικός, κτηνιατρικών, κτηνιατρική, κτηνιατρικά, κτηνιατρικό
Τυχαίες λέξεις
Неотчетливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυδρός, θαμπός, θολωμένος, τυφλός, ασαφής, ακαθόριστος, θαμπώνω, θολός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη
Μεταφράσεις: αμυδρός, θαμπός, θολωμένος, τυφλός, ασαφής, ακαθόριστος, θαμπώνω, θολός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη