Неохота στα ελληνικά
Μετάφραση: неохота, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δισταγμός, απροθυμία, διστακτικότητα, απροθυμίας, την απροθυμία, επιφυλάξεις
Μεταφράσεις
- безалаберный στα ελληνικά - χαώδης, ακατάστατος, ατημέλητος, άτακτος, αποδιοργανωμένη, αποδιοργανωμένο, ανοργάνωτο, ...
- безынициативный στα ελληνικά - παθητικός, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
- вежливо στα ελληνικά - ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
- выселенец στα ελληνικά - evictee
Τυχαίες λέξεις
Неохота στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δισταγμός, απροθυμία, διστακτικότητα, απροθυμίας, την απροθυμία, επιφυλάξεις
Μεταφράσεις: δισταγμός, απροθυμία, διστακτικότητα, απροθυμίας, την απροθυμία, επιφυλάξεις