Непривыкший στα ελληνικά
Μετάφραση: непривыкший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, καινούριος, ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, συνηθισμένοι, ασυνήθιστους, ασυνήθιστοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесчинство στα ελληνικά - προσβολή, προπηλακίζω, οργή, roistering
- выторговывать στα ελληνικά - αποκτώ, προμηθεύομαι, απολαβή, chaffer
- глушитель στα ελληνικά - κουκουλώνω, ασπίδα, πνίγω, σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, ...
- жаждать στα ελληνικά - εποφθαλμιώ, επιθυμία, εύχομαι, πεύκο, ευχή, καημός, λιμοκτονώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Непривыкший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, συνηθισμένοι, ασυνήθιστους, ασυνήθιστοι
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, συνηθισμένοι, ασυνήθιστους, ασυνήθιστοι