Непритворный στα ελληνικά
Μετάφραση: непритворный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντικός, γνήσιος, ανυπόκριτος, ανυπόκριτη, ανυποκρίτου, ανυπόκριτο, απροκάλυπτα πια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ведущий στα ελληνικά - κύριος, κορυφαίος, κορυφή, ηγετικός, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, ...
- венчик στα ελληνικά - στεφάνη άνθους, Corolla, στεφάνη, στεφάνης, του Corolla
- вожатый στα ελληνικά - οδηγός, ηγέτης, ηγεμόνας, ηγήτορας, ξεναγός, καθοδηγώ, σύμβουλος, ...
- дутый στα ελληνικά - ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικα, ψεύτικης, ψεύτικο
Τυχαίες λέξεις
Непритворный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γνήσιος, ανυπόκριτος, ανυπόκριτη, ανυποκρίτου, ανυπόκριτο, απροκάλυπτα πια
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γνήσιος, ανυπόκριτος, ανυπόκριτη, ανυποκρίτου, ανυπόκριτο, απροκάλυπτα πια