Несвязный στα ελληνικά

Μετάφραση: несвязный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακανόνιστος, ασυνάρτητος, άτακτος, ασυνάρτητη, ασυνάρτητο, ασυνάρτητες, ασύνδετο
Несвязный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аттестовать στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, βεβαιώνουν, πιστοποιούν, μαρτυρούν, βεβαιώνει, βεβαιώσει
  • блеснуть στα ελληνικά - ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ...
  • жилка στα ελληνικά - φλέβα, κυρτός, ίνα, πλευρό, φλέβας, πνεύμα, φλεβική, ...
  • забрызгать στα ελληνικά - πασπάλισμα, πλατσουρίζω, ραντίζω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πασπαλίζω, βουτιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Несвязный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακανόνιστος, ασυνάρτητος, άτακτος, ασυνάρτητη, ασυνάρτητο, ασυνάρτητες, ασύνδετο