Неунывающий στα ελληνικά
Μετάφραση: неунывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амуниция στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- богатеть στα ελληνικά - ευημερώ, μεγαλώνω, αυξάνομαι, προκόβω, ευδοκιμώ, πλουτίζουν, να πλουτίζουν, ...
- всплывать στα ελληνικά - αναδύομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ανατέλλω, έρχομαι, ορθώνομαι, φλοτέρ, ...
- заведомый στα ελληνικά - εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ...
Τυχαίες λέξεις
Неунывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά