Никудышный στα ελληνικά
Μετάφραση: никудышный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανωφελής, πενιχρός, άχρηστος, ελεεινός, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο
Μεταφράσεις
- амфора στα ελληνικά - αμφορέας, αμφορέα, αμφορείς, αμφορέων, αμφορά
- вложить στα ελληνικά - φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, ...
- гномический στα ελληνικά - gnomic, χειρόγραφα γνωμικού, Η Gnomic
- двухмесячный στα ελληνικά - δύο μήνες, δύο μηνών, δύο μήνα, δύο μήνας
Τυχαίες λέξεις
Никудышный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανωφελής, πενιχρός, άχρηστος, ελεεινός, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο
Μεταφράσεις: ανωφελής, πενιχρός, άχρηστος, ελεεινός, άνευ αξίας, άχρηστη, άχρηστα, άχρηστο