Ношение στα ελληνικά

Μετάφραση: ношение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, σχέση, φορώ, στάση, κουραστικός, φορώντας, φοράει, φορούν, φορούσε
Ношение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гамбит στα ελληνικά - αρχική κίνηση, τέχνασμα, τέχνασμα για, gambit, Γκαμπί
  • генетика στα ελληνικά - γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
  • голубянка στα ελληνικά - Lycaenidae
  • декан στα ελληνικά - κοσμήτορας, πρύτανης, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη
Τυχαίες λέξεις
Ношение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, σχέση, φορώ, στάση, κουραστικός, φορώντας, φοράει, φορούν, φορούσε