Обваривать στα ελληνικά
Μετάφραση: обваривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вопросник στα ελληνικά - ερωτηματολόγιο, ερωτηματολογίου, στο ερωτηματολόγιο, ερωτηματολόγιο που, ερωτηματολόγια
- единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
- жилье στα ελληνικά - τόπος, μέρος, κατάλυμα, σπίτι, κατοικία, στεγαστικός, τοποθετώ, ...
- заблуждение στα ελληνικά - φτιάξιμο, κατακλυσμός, τρικ, ξεγελώ, λάθος, παραίσθηση, κόλπο, ...
Τυχαίες λέξεις
Обваривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της