Обезличка στα ελληνικά
Μετάφραση: обезличка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απουσία, η έλλειψη, έλλειψη, έλλειψης, την έλλειψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедствующий στα ελληνικά - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
- гарнитур στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
- демократичный στα ελληνικά - δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικό, δημοκρατικής
- ерундистика στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, erundistika
Τυχαίες λέξεις
Обезличка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απουσία, η έλλειψη, έλλειψη, έλλειψης, την έλλειψη
Μεταφράσεις: απουσία, η έλλειψη, έλλειψη, έλλειψης, την έλλειψη