Обеспеченность στα ελληνικά
Μετάφραση: обеспеченность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, παροχή, μέριμνα, ευημερία, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- букинист στα ελληνικά - μεταχειρισμένα, μεταχειρισμένων, παθητικό, το παθητικό, τα μεταχειρισμένα
- вьючить στα ελληνικά - γεμίζω, φορτίζω, ζαλίκι, φόρτωση, φόρτωσης, φορτωτικής, φορτωτικές, ...
- демократия στα ελληνικά - δημοκρατία, κοινοπολιτεία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
- доныне στα ελληνικά - μέχρι σήμερα, μέχρι, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα
Τυχαίες λέξεις
Обеспеченность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, παροχή, μέριμνα, ευημερία, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
Μεταφράσεις: προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, παροχή, μέριμνα, ευημερία, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης