Обеспокоить στα ελληνικά
Μετάφραση: обеспокоить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχώ, παρενοχλώ, φασαρία, μπελάς, έννοια, ταλαιπωρία, ενοχλώ, διαταράσσω, διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, να διαταράξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баллотировка στα ελληνικά - ψήφος, ψήφισμα, ψηφίζω, ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
- глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
- добывание στα ελληνικά - καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
- донести στα ελληνικά - παραδίδω, αρουραίος, εκφωνώ, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Обеспокоить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχώ, παρενοχλώ, φασαρία, μπελάς, έννοια, ταλαιπωρία, ενοχλώ, διαταράσσω, διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, να διαταράξουν
Μεταφράσεις: ανησυχώ, παρενοχλώ, φασαρία, μπελάς, έννοια, ταλαιπωρία, ενοχλώ, διαταράσσω, διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, να διαταράξουν