Обжаловать στα ελληνικά

Μετάφραση: обжаловать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Обжаловать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесить στα ελληνικά - προκαλώ, ερεθίζω, ξεμπλέκω, ενοχλώ, εξαγριώνω, αποπαίρνω, παρενοχλώ, ...
  • впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
  • джемс στα ελληνικά - Gems, Πολύτιμοι λίθοι, λίθοι, πετράδια, πολύτιμους λίθους
  • жесть στα ελληνικά - μπορώ, κασσίτερος, κουτί, κονσέρβα, λευκοσιδήρου, λευκοσίδηρο, επικασσιτέρωσης
Τυχαίες λέξεις
Обжаловать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή