Обиженный στα ελληνικά

Μετάφραση: обиженный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πονώ, πληγώνω, χτυπώ, τραυματίζω, μνησίκακος, αγανακτισμένοι, αγανακτισμένος, δυσφορία, αγανακτισμένο
Обиженный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выцеживать στα ελληνικά - vytsezhivat
  • дождевой στα ελληνικά - βροχερός, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
  • завестись στα ελληνικά - φαίνομαι, διαφαίνομαι, αποκτώ, εμφανίζομαι, παίρνω, εκκίνηση του κινητήρα, την εκκίνηση του κινητήρα, ...
  • завод στα ελληνικά - μύλος, αλέθω, φυτεύω, φυτό, εργοστάσιο, φυτών, φυτού, ...
Τυχαίες λέξεις
Обиженный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πονώ, πληγώνω, χτυπώ, τραυματίζω, μνησίκακος, αγανακτισμένοι, αγανακτισμένος, δυσφορία, αγανακτισμένο