Облагораживать στα ελληνικά

Μετάφραση: облагораживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, εξευγενίζω, υψώνω, ραφινάρω, βελτιώνω, ανυψώνω, εξευγενίση, εξευγενισμός, εξευγενίζει, εξευγενίσει
Облагораживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атлетический στα ελληνικά - αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
  • атрибут στα ελληνικά - κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, ...
  • бычачий στα ελληνικά - ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • жрец στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
Τυχαίες λέξεις
Облагораживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, εξευγενίζω, υψώνω, ραφινάρω, βελτιώνω, ανυψώνω, εξευγενίση, εξευγενισμός, εξευγενίζει, εξευγενίσει