Облицовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: облицовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, ρυτίδα, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, πλακάκι, επενδύω, κλυδωνίζομαι, κεραμίδι, γραμμή, αντικρίζω, παρατάσσω, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апологетика στα ελληνικά - απολογητική, απολογητικής, απολογητών, apologetics, απολογίες
- бесценный στα ελληνικά - ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
- взбесить στα ελληνικά - αποπαίρνω, προκαλώ, εξαγριώνω, παρενοχλώ, ενοχλώ, ερεθίζω, εξαγριώ, ...
- вибрация στα ελληνικά - τρεμουλιάζω, τρέμω, παλμός, δόνηση, κραδασμούς, κραδασμών, δόνησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Облицовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, ρυτίδα, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, πλακάκι, επενδύω, κλυδωνίζομαι, κεραμίδι, γραμμή, αντικρίζω, παρατάσσω, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Μεταφράσεις: κύρος, ρυτίδα, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, πλακάκι, επενδύω, κλυδωνίζομαι, κεραμίδι, γραμμή, αντικρίζω, παρατάσσω, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό