Обложить στα ελληνικά

Μετάφραση: обложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, πρόσωπο, στρώνω, επιβάλλω, πολιορκώ, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, ξαπλώνω, κοσμικός, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την
Обложить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баррикада στα ελληνικά - κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, οδόφραγμα, φράσσω, οδοφράγματος, ...
  • бригантина στα ελληνικά - είδος ιστιοφόρου, Brigantine
  • грузия στα ελληνικά - Γεωργία, georgia, Γεωργίας, τη Γεωργία, της Γεωργίας
  • заботливо στα ελληνικά - επιφυλακτικά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
Τυχαίες λέξεις
Обложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, πρόσωπο, στρώνω, επιβάλλω, πολιορκώ, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, ξαπλώνω, κοσμικός, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την