Πολιορκώ στα ρωσικά

Μετάφραση: πολιορκώ, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окружить, обложить, осаждать, окружать
Πολιορκώ στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολιορκώ

πολιορκώ λεξικό, πολιορκώ λεξικό γλώσσας ρωσικά, πολιορκώ στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πολικός στα ρωσικά - полярный, заполярный, полюсный, полярная, полярной, полярных, полярного
  • πολιορκία στα ρωσικά - блокада, осада, осады, осаду, осаде
  • πολιτική στα ρωσικά - курс, политика, хитрость, политичность, благоразумие, ловкость, полис, ...
  • πολιτικός στα ρωσικά - массово-политический, политик, узкопартийный, деятель, государственный, подколенный, политический, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολιορκώ στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: окружить, обложить, осаждать, окружать