Облупливать στα ελληνικά

Μετάφραση: облупливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφλουδίζω, καθαρίζω, οβίδα, ξύσμα, κέλυφος, καβούκι, φλούδες, peels, ξεφλουδίζει, φλούδα, πήλινγκ
Облупливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батопорт στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, caisson, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
  • буф στα ελληνικά - τολύπη, φούσκα, φύσημα, λαχανιάζω, ρουφηξιά, τζούρα
  • децилитр στα ελληνικά - δέκατο λίτρου, δεκατόλιτρο, deciliter, δέκατο του λίτρου, δεκάλιτρο
  • дружина στα ελληνικά - σωματοφύλακας, γυναίκα, συγκρότημα, ακολουθία, σύμπλεγμα, σύζυγος, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Облупливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφλουδίζω, καθαρίζω, οβίδα, ξύσμα, κέλυφος, καβούκι, φλούδες, peels, ξεφλουδίζει, φλούδα, πήλινγκ