Оборониться στα ελληνικά
Μετάφραση: оборониться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστατεύω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, υπερασπίζω, άμυνα, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антибиотик στα ελληνικά - αντιβιοτικό, αντιβιοτικού, αντιβιοτικά, αντιβιοτική, στα αντιβιοτικά
- гениальный στα ελληνικά - έξοχος, φανταστικός, λαμπερός, εγκάρδιος, καλόκαρδος, φαιδρός, πρόσχαρο, ...
- двенадцатигранник στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
- детонация στα ελληνικά - έκρηξη, εκπυρσοκρότηση, έκρηξης, εκπυρσοκρότησης, πυροδότηση
Τυχαίες λέξεις
Оборониться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστατεύω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, υπερασπίζω, άμυνα, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
Μεταφράσεις: προστατεύω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, υπερασπίζω, άμυνα, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης