Оборотливый στα ελληνικά
Μετάφραση: оборотливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, αιφνίδιος, μυτερός, κοφτερός, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, επινοητικός, πολυμήχανους
Μεταφράσεις
- возвыситься στα ελληνικά - αυξάνομαι, αύξηση, κλίμακα, αναρριχώμαι, ορθώνομαι, όρος, ανεβαίνω, ...
- выколупать στα ελληνικά - κασμάς, συλλέγω, μαζεύω, vykolupat
- деторождение στα ελληνικά - τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
- жакет στα ελληνικά - σακάκι, μπουφάν, μανδύα, χιτώνιο, περίβλημα
Τυχαίες λέξεις
Оборотливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, αιφνίδιος, μυτερός, κοφτερός, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, επινοητικός, πολυμήχανους
Μεταφράσεις: οξυδερκής, αιφνίδιος, μυτερός, κοφτερός, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, επινοητικός, πολυμήχανους