Обстрелять στα ελληνικά

Μετάφραση: обстрелять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, φωτιά, στη φωτιά, τους στη φωτιά, σε πυρκαγιά, σε φωτιά
Обстрелять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • влечение στα ελληνικά - έλξη, συνάφεια, κυρτός, θέαμα, αγχιστεία, ροπή, τάση, ...
  • вымерять στα ελληνικά - μετρώ, μέτρο, vymeryat
  • вытесывать στα ελληνικά - πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
  • единодушие στα ελληνικά - συγκατάθεση, συναίνεση, ομοφωνία, αρμονία, συμφωνία, ενότητα, ακεραιότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Обстрелять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, φωτιά, στη φωτιά, τους στη φωτιά, σε πυρκαγιά, σε φωτιά