Обтрепаться στα ελληνικά
Μετάφραση: обтрепаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφτίζω, συμπλοκή, γίνομαι, αρμόζω, Fray, ξέφτισμα, Fray ο
Μεταφράσεις
- арестованный στα ελληνικά - φυλακισμένος, συνελήφθη, συνελήφθησαν, συλληφθεί, συνέλαβαν, συνέλαβε
- выделать στα ελληνικά - προσκομίζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, παράγω, εξαναγκάζω, Το, ...
- гумно στα ελληνικά - αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
- ежеминутный στα ελληνικά - συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή
Τυχαίες λέξεις
Обтрепаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, συμπλοκή, γίνομαι, αρμόζω, Fray, ξέφτισμα, Fray ο
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, συμπλοκή, γίνομαι, αρμόζω, Fray, ξέφτισμα, Fray ο